- συμπαρέσχε
- συμπαρέχωassist inaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαρέχω — Α [παρέχω] 1. προξενώ επίσης («ὥστε καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», Ξεν.) 2. παρέχω συγχρόνως ή από κοινού … Dictionary of Greek